Εμμηνόπαυση: ορμόνες και βάρος

Οι γυναικείες ορμόνες -οιστρογόνα και προγεστερόνη – παίζουν ρόλο σε πολλές λειτουργίες σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής της γυναίκας. Οι κυριότερες σχετίζονται με την ανάπτυξη των οργάνων αναπαραγωγής, τη ρύθμιση του κύκλου και της έμμηνου ρύσεως, τη γονιμότητα και αναπαραγωγή, ενώ σημαντική είναι η επίδραση των ορμονών αυτών στα οστά (πρόληψη οστεοπόρωσης) και στην καρδιά (πρόληψη καρδιαγγειακών επεισοδίων).

Αναφορικά με το θέμα του σωματικού βάρους οι γεννητικές ορμόνες ασκούν έντονη επίδραση, και θετική και αρνητική. Η επίδραση αυτή είναι πιο εμφανής σε ορισμένες ευαίσθητες περιόδους της ζωής της γυναίκας όπως είναι η εφηβεία, η εγκυμοσύνη και η εμμηνόπαυση.

Οιστρογόνα, προγεστερόνη και σωματικό βάρος

Τα οιστρογόνα ελαττώνουν την όρεξη διότι ελαττώνουν μια ισχυρή ορεξιογόνο νευροορμόνη του εγκεφάλου, το νευροπεπτίδιο Υ.

Επίσης, τα οιστρογόνα συμβάλλουν στον πολλαπλασιασμό των μεγάλων λιποκυττάρων στους γλουτούς και στα κάτω άκρα ενώ αντίθετα μειώνουν τα λιποκύτταρα στην κοιλιά. Αυτός είναι ο λόγος που οι γυναίκες συσσωρεύουν περισσότερο λίπος στη λεκάνη και λιγότερο στην κοιλιά σε σχέση με τους άνδρες. Τα οιστρογόνα προκαλούν και μικρού βαθμού κατακράτηση άλατος και νερού.

Η προγεστερόνη αυξάνει την όρεξη και παίζει κάποιο ρόλο στην υπερφαγία που παρατηρείται στη δεύτερη φάση του κύκλου. Επίσης, κατακρατά νερό και αλάτι με αποτέλεσμα να προκαλεί μικρή αύξηση του βάρους κυρίως σε υγρά.

Εμμηνόπαυση

Κατά τη διάρκεια της προ- και εμμηνοπαυσιακής περιόδου οι ωοθήκες ελαττώνουν σταδιακά την παραγωγή τους σε οιστρογόνα και προγεστερόνη. Κατά τη φάση αυτή παρατηρείται μία μικρή αύξηση του βάρους η οποία ποικίλλει από γυναίκα σε γυναίκα και οφείλεται

α) στην αύξηση της όρεξης λόγω μείωσης των οιστρογόνων και λόγω ψυχολογικών παραγόντων (καταθλιπτικές τάσεις)

β) στη μείωση της σωματικής δραστηριότητας

γ) στη μείωση της ενεργειακής κατανάλωσης («καύσεις») λόγω ηλικίας (ελάττωση μυικής μάζας).
Έχει διαπιστωθεί ότι στις γυναίκες μετά τα 45 χρόνια ο βασικός μεταβολισμός ελαττώνεται κατά 5% κάθε δεκαετία και η ελάττωση αυτή οφείλεται στην ελάττωση της μυϊκής μάζας, η οποία αποτελεί τον κύριο ιστό όπου λαμβάνουν χώρα οι καύσεις.
Ο μέσος όρος αύξησης βάρους στην περιεμμηνοπαυσιακή περίοδο – η οποία μπορεί να διαρκέσει αρκετά χρόνια – είναι της τάξης των 500 γραμμαρίων το χρόνο.

Έντονες όμως είναι οι αλλαγές που αφορούν την κατανομή του λιπώδους ιστού στο σώμα της γυναίκας. Παρατηρείται αύξηση του λίπους της κοιλιάς, ιδίως του ενδοσπλαχνικού και σχετική μείωση του λίπους των γλουτών. Παράλληλα, μειώνεται ελαφρά το λίπος στα άνω άκρα και στο θώρακα.

Οι αλλαγές αυτές δημιουργούν ένα «σωματότυπο» που μοιάζει με τον ανδρικό: μεγάλη κοιλιά, λεπτά άκρα. Η χορήγηση ορμονικής θεραπείας υποκατάστασης βελτιώνει τις σωματικές αυτές αλλαγές, ιδίως τη συσσώρευση λίπους στην κοιλιά.

Πρέπει όμως να χορηγούνται με προσοχή μετά από λεπτομερή ιατρική εκτίμηση λόγω των πιθανών παρενεργειών τους. Ιδιαίτερα στις παχύσαρκες γυναίκες οι οποίες εξακολουθούν να παράγουν κάποια ποσότητα οιστρογόνων από τον υπερτροφικό λιπώδη ιστό, η χορήγηση εξωγενών οιστρογόνων πρέπει να αποφεύγεται.

Αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία κατά την εμμηνοπαυσιακή περίοδο είναι η διατήρηση έντονης σωματικής δραστηριότητας ώστε να συντηρείται ένα καλό επίπεδο «καύσεων».


Πηγή: Ελληνική Ιατρική Εταιρεία Παχυσαρκίας