Τι θα μπορούσε να κάνει για εσάς η «εξατομικευμένη διατροφή»…

Μια παλιότερη αλλά αρκετά ενδιαφέρουσα δημοσίευση του EuFIC σχετικά με την γονιδιακή διατροφή:

Είστε έτοιμοι για τη «στιγμή της αλήθειας» στη συνήθη δίαιτά σας; Η διαδικασία που ακολουθείται είναι η εξής: Πηγαίνετε την «έξυπνη» κάρτα που περιέχει το προφίλ του DNA σας, το οποίο αποτελεί τη γενετική υπογραφή σας, στην κλινική διατροφής και δίνετε ένα ελάχιστο δείγμα αίματος. Το αίμα σας αναλύεται και συγκρίνεται με το DNA σας. Μετά από μια σύντομη αναμονή είναι έτοιμο για εσάς ένα διαιτολόγιο προσαρμοσμένο στις συγκεκριμένες γενετικές σας ανάγκες, το οποίο ισορροπεί τέλεια τις ανάγκες σας σε μακρο- και μικροθρεπτικά συστατικά. Η συνταγή σας για τους επόμενους μήνες δεν μοιάζει σε τίποτα με αυτήν που ετοιμάστηκε για τον Ιταλό φίλο σας ή τον προϊστάμενό σας, ο οποίος είναι Ινδιάνος δεύτερης γενιάς. Ακόμη και στον αδελφό σας, που διάγει πιο δραστήρια ζωή από εσάς, συστήθηκε ένα τελείως διαφορετικό εύρος τροφίμων.
Προς το παρόν, αυτό είναι ένα φανταστικό σενάριο, αλλά οι επιστήμονες προβλέπουν ήδη ότι θα μπορούσε να είναι τεχνικά δυνατό στο μέλλον.

Όχι πολύ καιρό πριν, η μελέτη της διατροφής και της γενετικής κινούνταν σε χωριστές παράλληλες διαδρομές. Σήμερα, οι διαδρομές συγχωνεύονται, καθώς οι επιστήμονες ερευνούν την αλληλεπίδραση μεταξύ των γονιδίων και της διατροφής μας. Αυτός ο νέος τομέας μελέτης, που είναι γνωστός επιστημονικά ως «Διατροφογενετική» ή, με έναν περισσότερο φιλικό προς τον καταναλωτή όρο, ως «εξατομικευμένη διατροφή», παρέχει ήδη ελπιδοφόρες πληροφορίες, οι οποίες θα μπορούσαν να μας βοηθήσουν να προσαρμόσουμε τις διαιτητικές συμβουλές αποτελεσματικότερα, ώστε να μπορέσουμε να βελτιώσουμε την υγεία μας και να αποτρέψουμε ορισμένες ασθένειες.

Αυτό, όμως, δεν είναι τόσο απλό. Αν πάρουμε, για παράδειγμα, τις καρδιακές παθήσεις, θα δούμε ότι δεν υπάρχει μόνο ένα αρμόδιο γονίδιο για τη λειτουργία του καρδιαγγειακού συστήματος – τουλάχιστον 20.000 γονίδια εμπλέκονται. Αν και κάθε γονίδιο έχει μόνο μια μικρή επίδραση, ορισμένα «γονίδια-δείκτες» μπορούν να δώσουν μια γενική ένδειξη ενός ιδιαίτερου παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη καρδιακών παθήσεων. Παραδείγματος χάριν, έχει προσδιοριστεί ένα γονίδιο, το οποίο σχετίζεται με τη ρύθμιση του ελέγχου της χοληστερόλης αίματος. Εκτός από την πιο κοινή μορφή αυτού του γονιδίου, υπάρχουν δύο παραλλαγές του (πολυμορφισμοί), οι οποίες είτε θέτουν τους ανθρώπους σε μεγαλύτερο του μέσου κίνδυνο για υψηλά επίπεδα χοληστερόλης, είτε τους προστατεύουν.

Έχει διαπιστωθεί ότι, όπου υπάρχουν λίγοι σχετικοί με τον τρόπο ζωής παράγοντες κινδύνου για καρδιακές παθήσεις, παραδείγματος χάριν στους ανθρώπους που είναι σωματικά ενεργοί και καταναλώνουν δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε λίπος, δεν έχει μεγάλη σημασία αν υπάρχει η παραλλαγή του γονιδίου που προδιαθέτει σε υψηλά επίπεδα χοληστερόλης αίματος. Αντίθετα, όπου οι σχετικοί με τον τρόπο ζωής παράγοντες κινδύνου είναι υψηλοί, όπως όταν ένα άτομο καπνίζει, έχει χαμηλή σωματική δραστηριότητα και καταναλώνει πολύ κορεσμένο λίπος, το να έχει αυτό το γονίδιο θα οδηγήσει σε πιο υψηλά επίπεδα χοληστερόλης αίματος.

Επίσης, έχει αποδειχθεί ότι όταν μια ομάδα ανθρώπων ακολουθεί μια θεραπευτική διαιτητική αγωγή για να μειώσουν τα συνολικά επίπεδα χοληστερόλης αίματος κατά τη διάρκεια μιας χρονικής περιόδου, μερικοί από αυτούς έχουν πολύ ευεργετική μεταβολική αντίδραση, ενώ άλλοι δεν αποκρίνονται καθόλου. Είναι σαφές ότι, για αυτούς που δεν ανταποκρίνονται στη διαιτητική αυτή αγωγή είναι χάσιμο χρόνου να ασχολούνται με την αλλαγή της δίαιτάς τους, ενώ για αυτούς που έχουν ευεργετική αντίδραση, η προσπάθεια αξίζει κατά πολύ. Το κλειδί είναι να βρεθεί εκείνος ο ιδιαίτερος πολυμορφισμός που έχουν από κοινού όσοι ανταποκρίθηκαν στη θεραπεία. Μόλις αυτές οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, θα επιτρέψουν τη στοχοθέτηση των διαιτητικών συμβουλών σε εκείνους τους ανθρώπους που είναι πιθανότερο να ωφεληθούν.

Εκτός από τις καρδιακές παθήσεις, διάφοροι άλλοι γενετικοί πολυμορφισμοί έχουν βρεθεί να σχετίζονται με τη διατροφή (1). Τα γονίδια που ελέγχουν τον μεταβολισμό του φυλλικού έχουν συνδεθεί με καταστάσεις όπως οι διαταραχές του νευρικού σωλήνα, και έχει προσδιοριστεί μια σειρά γονιδίων που συνδέονται με την απορρόφηση και τη ρύθμιση των επιπέδων σιδήρου στο σώμα. Υπάρχουν επίσης στοιχεία, προερχόμενα από μελέτες διδύμων και αδελφών, τα οποία υποδεικνύουν ότι οι γενετικοί παράγοντες είναι σημαντικός καθοριστικός παράγοντας στην πυκνότητα και τη δομή των οστών.

Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το γενετικό μας υπόβαθρο μάς προδιαθέτει να αντιδράσουμε στο περιβάλλον μας με διαφορετικούς τρόπους. Μελλοντικές έρευνες θα καταστήσουν πιθανό να βρούμε τον καλύτερο τρόπο να διαχειριστούμε το περιβάλλον και τη δίαιτά μας, ώστε να τα προσαρμόσουμε στη φυσιολογία μας. Όπως είπε ο Jose Ordovas, καθηγητής Διατροφής και Γενετικής στο Πανεπιστήμιο Tufts, στη Βοστώνη των ΗΠΑ (2): «Δεν είναι θέμα φύσης ή ανατροφής- είναι θέμα ανατροφής της φύσης μας».

 

Βιβλιογραφικές αναφορές

Elliot R and Jin Ong T (2002) Nutritional genomics a clinical review. British Medical Journal. 324: 1438-1442

Nutrition Society Summer Meeting (2003) Individual variability in the nutritional response. Kings College London. (http://www.nutritionsociety.org/news/newsPage.html).